- προαπαντώ
- προαπαντῶ, -άω, ΝΑπηγαίνω να συναντήσω ή να υποδεχθώ κάποιον που έρχεται, προϋπαντώνεοελλ.δίνω απάντηση προτού ερωτηθώαρχ.1. πηγαίνω να συναντήσω προηγουμένως2. προβαίνω σε διαβήματα προκαταβολικά ή σε κατάλληλο χρόνο3. παρεμβάλλομαι, μεσολαβώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀπαντῶ «συναντώ, αποκρίνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.