προαπαντώ

προαπαντώ
προαπαντῶ, -άω, ΝΑ
πηγαίνω να συναντήσω ή να υποδεχθώ κάποιον που έρχεται, προϋπαντώ
νεοελλ.
δίνω απάντηση προτού ερωτηθώ
αρχ.
1. πηγαίνω να συναντήσω προηγουμένως
2. προβαίνω σε διαβήματα προκαταβολικά ή σε κατάλληλο χρόνο
3. παρεμβάλλομαι, μεσολαβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀπαντῶ «συναντώ, αποκρίνομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προαπαντώ — προαπάντησα 1. απαντώ πριν ρωτηθώ. 2. υποδέχομαι κάποιον, προϋπαντώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • προαπάντημα — τὸ, Α [προαπαντῶ] αντιπροσωπευτική εμφάνιση …   Dictionary of Greek

  • προαπάντησις — ήσεως, ή, Α [προαπαντώ] 1. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο από δύο ερωτήσεις δίνεται απάντηση πρώτα στη δεύτερη 2. παρέμβαση, παρεμβολή …   Dictionary of Greek

  • προϋπαντώ — άω ΝΑ, και προαπαντώ Ν [ὑπαντῶ / απαντώ] πηγαίνω να συναντήσω κάποιον που έρχεται, τόν υποδέχομαι (α. «πάμε να τόν προϋπαντήσουμε στον σταθμό» β. «ο Μάιος μάς έφθασε, εμπρός βήμα ταχύ, να τόν προϋπαντήσουμε, παιδιά, στην εξοχή», Άγγ. Βλάχος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”